κομποδένω

κομποδένω
(Μ κομποδένω)
νεοελλ.
1. δένω κάτι κόμπο, κάνω κόμπο, δένω κάτι σε κόμπο
2. δένω το στημόνι στο αντί τού αργαλειού
3. πιστεύω κάτι ως αληθινό, ως βέβαιο, ως δεδομένο
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κομποδεμένος, -η, -ο
αυτός που είναι γεμάτος ρόζους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομποδένω — κομπόδεσα, κομποδέθηκα, κομποδεμένος 1. δένω κόμπο, κάνω κόμπο. 2. πιστεύω κάτι ως αληθινό. 3. προδένω το στημόνι στο αντί του αργαλειού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακομπόδετος — η, ο [κομποδένω] 1. αυτός που δεν δέθηκε με κόμπο 2. (για χρήματα) αυτός που δεν φυλάχθηκε σε κομπόδεμα …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • κομπόδεμα — το (Μ κομπόδεμα) [κομποδένω] 1. κόμπος στην άκρη μαντηλιού 2. τα χρήματα που φυλάγονται στο κομποδεμένο μαντήλι νεοελλ. 1. χρήματα που αποταμιεύονται κρυφά από τους άλλους 2. φρ. α) «έχει γερό κομπόδεμα» είναι πλούσιος β) «λύνω το κομπόδεμα»… …   Dictionary of Greek

  • κομπόδεση — η [κομποδένω] η πρόσδεση τού στημονιού στο αντί τού αργαλειού …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κομπόδεση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κομποδένω, η πρόσδεση του στημονιού στο αντί του αργαλειού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”